καταδιώκω

καταδιώκω
καταδιώκω fut. καταδιώξω LXX; 1 aor. κατεδίωξα; fut. mid. καταδιώξομαι LXX; aor. pass. 2 pl. κατεδιώχθητε Mi 2:11 (s. διώκω; Thu. et al.; pap, LXX; PsSol 15:8; TestSol 25:6; Test12Patr; JosAs; ApcEl [PSI 7 verso, 6] κατα[διώκουσιν], nearly always ‘pursue’ in a hostile sense; so also Theoph. Ant. 3, 21 [p. 246, 9] Φαραώ … κ. Ἑβραίους) search for eagerly, hunt for τινά someone Mk 1:36 (in a good sense in Polyb. 6, 42, 1; Ps 37:21. W. acc. of the pers. Ps 22:6. κ. μετά τινος=go w. someone 1 Km 30:22. ὀπίσω τινός Sir 27:17).—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταδιώκω — follow hard upon pres subj act 1st sg καταδιώκω follow hard upon pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδιώκω — καταδιώκω, καταδίωξα βλ. πίν. 25 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταδιώκω — (AM καταδιώκω, Μ και καταδιώχνω) κυνηγώ κάποιον για να τόν συλλάβω ή να τόν σκοτώσω, διώκω κάποιον επίμονα νεοελλ. 1. ακολουθώ κατά πόδας κινούμενο άψυχο ή ζωντανό στόχο για να τόν καταστρέψω ή να τόν αιχμαλωτίσω 2. επιδιώκω να βλάψω κάποιον,… …   Dictionary of Greek

  • καταδιώκω — καταδίωξα, καταδιώχτηκα, καταδιωγμένος 1. κυνηγάω κάποιον, τον ακολουθώ από κοντά, τρέχω πίσω του: Καταδιώξαμε τους Ιταλούς ως τη θάλασσα. 2. παρακολουθώ κάποιον με κακές διαθέσεις, κατατρέχω: Τον καταδιώκει ο προϊστάμενός του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταδιώκῃ — καταδιώκω follow hard upon pres subj mp 2nd sg καταδιώκω follow hard upon pres ind mp 2nd sg καταδιώκω follow hard upon pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδιώξει — καταδιώκω follow hard upon aor subj act 3rd sg (epic) καταδιώκω follow hard upon fut ind mid 2nd sg καταδιώκω follow hard upon fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδιώξουσι — καταδιώκω follow hard upon aor subj act 3rd pl (epic) καταδιώκω follow hard upon fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταδιώκω follow hard upon fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδιώξουσιν — καταδιώκω follow hard upon aor subj act 3rd pl (epic) καταδιώκω follow hard upon fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταδιώκω follow hard upon fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδιώξω — καταδιώκω follow hard upon aor subj act 1st sg καταδιώκω follow hard upon fut ind act 1st sg καταδιώκω follow hard upon aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδιώξῃ — καταδιώκω follow hard upon aor subj mid 2nd sg καταδιώκω follow hard upon aor subj act 3rd sg καταδιώκω follow hard upon fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδιωκόμεθα — καταδιώκω follow hard upon pres ind mp 1st pl καταδιώκω follow hard upon imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”